Doctor Who: The Doctor's Wife

“I am definitely a madman with a box.”


H πρώτη αίσθηση που είχα καθώς έβλεπα το πολυαναμενόμενο και πολυσυζητημένο (ακόμα και μήνες πριν την προβολή του) επεισόδιο του Neil Gaiman για το Doctor Who, ήταν αντίστοιχη εκείνης μετά την πρώτη φορά που είδα επεισόδιο του Steven Moffat για την σειρά. Πως δηλαδή ναι, αυτός είναι ένας άνθρωπος που ξέρει τι είναι αυτό που γράφει, και ξέρει πώς να δώσει το κάτι παραπάνω για τη σειρά, για τους φαν της, για την ίδια τη μυθολογία της.

Χωρίς πολλά λόγια, το 'The Doctor's Wife' είναι καταδικασμένο να γίνει κλασικό, και μετά το άλμα πάμε να δούμε το γιατί.

Δεν είμαι καν ιδιαίτερος φαν του Gaiman. Σέβομαι τον άνθρωπο, και το πώς υπηρετεί (αν όχι καθορίζει) μια ολόκληρη κουλτούρα δεκαετίες τώρα, γράφοντας πάντα αξιοπρεπείς ιστορίες και χωρίς να έχει καταλήξει παρωδία του εαυτού του. Ποτέ δεν τον λάτρεψα όμως, το 'Sandman' πχ εγκατέλειψα την προσπάθεια να το διαβάσω. Απλά δε με αγγίζει τόσο.

Όμως έχει κάποια στοιχεία στις ιστορίες του, που όταν αφήνεται στο εντελώς παιδικό και παραμυθένιο, μπορεί να με μαγέψει. Το έκανε στο 'Stardust', που είναι το αγαπημένο μου πράγμα του. Ο τρόπος που προσωποποιεί τα αντικείμενα, και το πώς παίρνει έννοιες και εντελώς αβίαστα τους δίνει μια απόλυτα φυσική νέα διάσταση, είναι στοιχεία της γραφής του που έβρισκα πάντα συναρπαστικά.

Στο Doctor Who, o Gaiman στέλνει τον Doctor σε μια περιπέτεια έξω από το σύμπαν. Τόσο απλά. Πώς γίνετια αυτό; Γίνεται, γιατί να μη γίνεται. Φαντάσου, σου λέει, ότι το σύμπαν είναι ένα-- εε βασικά γάμα το, απλά είμαστε έξω από το σύμπαν. Γιατί μπορούμε. Απλά φαντάσου το. Και φαντάσου το όπως εσύ γουστάρεις.

Σαν μια εξω-συμπαντική αποθήκη, μια περίεργη κοσμική χαράδρα όπου έχουν μαζευτεί περισσευούμενα κομμάτια χαμένα. Σαν τον χώρο κάτω από το κρεβάτι σου, που απλά ξέρεις πως υπάρχουν πεταμένα παιχνίδια, μια κάλτσα φυσικά, πολλή σκόνη, ένα τεύχος που σου λείπει από τη συλλογή σου και δεν ξέρεις τι το έχει κάνει, ένα μισοτελειωμένο στυλό, χαλασμένο πια, αλλά θυμάσαι ότι με αυτό είχες γράψει το τελευταίο διαγώνισμα στις Πανελλήνιες.

Έξω από το σύμπαν, αλλά τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτό.

Ο Gaiman στέλνει εκεί ακριβώς τον Doctor για να ακολουθήσει ένα επείγον σήμα ενός Time Lord που κάποτε ήξερε. Και βρίσκει εκεί τα ίδια ακριβώς παραπεταμένα συμπαντικά σκουπίδια. Δεν συνειδητοποιεί πως προορίζεται κι ο ίδιος για να γίνει ένα από αυτά. Το setting της ιστορίας είναι ήδη συναρπαστικό. Νιώθεις πως ο Gaiman έχει πάρει μια στάνταρ φόρμα της σειράς (ο Doctor ταξιδεύει σε έναν περίεργο κόσμο) αλλά της έχει δώσει φρεσκάδα.

Και τότε η ιστορία κάνει level-up. Γιατί τότε γνωρίζουμε το TARDIS.

Στο μυαλό μου έρχεται ο Moffat με το 'Doctor Dances', η πρώτη στιγμή που πραγματικά αγάπησα τη σειρά, και ο Paul Cornell με το 'Human Nature/Family of Blood', το απόλυτο ίσως Who στόρι. Δηλαδή οι δύο προηγούμενες φορές που κάτι τόσο self-contained κατάφερε να μοιάζει μεγαλύτερο ακόμα κι από αυτό που το περιλάμβανε.

Είναι ένα μεγάλο love story, του Doctor και του TARDIS, που δε χρειάζεται να έχεις εντρυφήσει στην ιστορία του Who για να μπορείς να το αντιληφθείς. Σε μια σειρά όπου ένας μοναχικός θεός αλλάζει συντρόφους σαν τα πουκάμισα, αλλάζει ακόμα και μορφές και συμπεριφορές ο ίδιος, η μόνη του σταθερά, το constant του που θα έλεγε κι ο Desmond Hume, είναι το police box του. Δε σκέφτεσαι καμιά φορά για τα άψυχα αντικείμενα που είναι πάντα εκεί, σε όλη σου τη ζωή, 'αχ, αν αυτό το δωμάτιο είχε στόμα τι θα είχε να πει'.

Ο Gaiman δίνει στο TARDIS στόμα, και μάτια, και χείλη. Χείλη που φιλάνε, και δαγκώνουν (“Biting is like kissing, only there's a winner”) και μιλάνε αβέβαια και άτσαλα προσπαθώντας να βρουν τις σωστές λέξεις για να εκφράσουν αυτό που δεν εκφράζεται. Το TARDIS ξαφνικά είναι γυναίκα, η Sexy (γιατί ναι, φυσικά έτσι το/την αποκαλεί ο Doctor όταν είναι -πολύ συχνά δηλαδή- μόνοι), και μαζί έχουν την πιο απίστευτη περιπέτεια από τις απίστευτες περιπέτειες που έχουν ζήσει.

Από τότε δηλαδή που ο Doctor έκλεψε το TARDIS κι έφυγε - ή μήπως από τότε που το TARDIS έκλεψε τον πιο τρελό από τους Time Lords και το έσκασε για να δει το σύμπαν; Μια μικρή ανατροπή, τόσο μικρή, αλλά τόσο σπουδαία, με έκανε να ανατριχιάσω. Σαν την άλλη, την κορυφαία όλων, την στιχομυθία ανάμεσα στην Idris και τον Doctor όταν η πρώτη ξυπνάει ως TARDIS:

-Are all people like this?
-Like what?
-So much bigger on the inside.

Δεν το λες τίποτα λιγότερο από μεγαλειώδες.

Από τη στιγμή που συνειδητοποιείς τι συμβαίναι στο επεισόδιο, παρακολουθούσα με τρίχα σηκωμένη και με ένα χαζό χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο (που διακοπτόταν μόνο στις δυσάρεστες αλλά φοβερές σκηνές του Rory και της Amy μέσα σε ένα TARDIS υπό τον έλεγχο του House), καθώς οι δυο τους γνώριζαν ο ένας τον άλλον από την αρχή, καθώς ο Doctor δεν ήξερε τι να κάνει (*), καθώς μαζί έστησαν ένα TARDIS control room από σκουπίδια, καθώς ο τρελός άντρας με ένα κουτί αποδεικνυόταν αντάξια τρελός και υπέροχος όσο και το ίδιο το κουτί του.

(*Και τι φανταστική αυτή η φευγαλέα στιγμή όταν συνειδητοποιεί πως δεν έχει ιδέα τι πρέπει να κάνει και συναρπάζεται από την ίδια του την κατάσταση. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό, να κάτι καινούριο, σα να λέει. Απίθανο.)

Η τελευταία πράξη παίχτηκε μέσα στο παλιό control room του TARDIS κι έπειτα στο νέο (φανταστικό homage στη ζωντανή ιστορία ενός τόσο σημαντικού κομματιού του Who mythos) και ομολογώ ότι ήταν λίγο απογοητευτική, μην έχοντας κάτι χειροπιαστό να μας δείξει - απλά το epic theme του Murray Gold, μια τρομακτικής πειθούς διαταγή του Doctor (“Finish him off, girl”) και μετά απλά η δική μας υπόθεση για το τι γινόταν. Όχι ό,τι πιο εντυπωσιακό, αλλά σίγουρα λεπτομέρεια σε μια ιστορία που παίζοντας με τα απολύτως βασικά στοιχεία της μυθολογίας της σειράς, άνοιξε τους ορίζοντές της χωρίς καν να μοιάζει να προσπαθεί - απλώς και μόνο εξερευνώντας την πιο βασική, θεμελιώδη σχέση στη 35ετή ιστορία της.

Στην προτελευταία σκηνή του επεισοδίου, λίγο πριν ο Doctor χορέψει πάλι τρόπον τινά (μόνος του, στο control room, από χαρά), στέλνει τον Rory και την Amy στο νέο, βελτιωμένο δωμάτιό τους. Καθώς οι δυο τους φεύγουν, ο Rory τον ρωτάει,

“Doctor, do you have a room?”

Κάτι ερωτήσεις.


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου