για το FLIX
Το αντιλαμβάνομαι με όρους περισσότερο θρησκευτικούς.
Για λόγους που θα διαβάσετε αναλυτικά (και ξανά, και ξανά) και εδώ αλλά και αλλού, το «Twin Peaks», για έναν πράκτορα του FBI που φτάνει σε μια μυστηριώδη επαρχιακή πόλη ώστε να διαλευκάνει το φόνο μιας νεαρής κοπέλας, είναι η σειρά βάσει της οποίας αναπτύχθηκε όλη η σύγχρονη τηλεόραση.
Αυτό δεν είναι υπερβολή, δεν είναι κενό hype. Είναι η αλήθεια.
Μια τέτοια επιστροφή λοιπόν είναι εκ των πραγμάτων μια εντελώς διαφορετική περίπτωση από όλες τις άλλες.
Διότι, για να προλάβει ένα οποιοδήποτε έργο να έχει επιδράσει σε τέτοιο αποφασιστικό βαθμό στο μέσο του, σημαίνει πως έχει περάσει χρόνος. Πολύς χρόνος. Όπως λέμε, 25 χρόνια. Κάποιες φορές ένα απόλυτο νούμερο μπορεί να είναι τόσο μεγάλο ώστε να κάνει όλη τη διαφορά. «Εδώ δεν μιλάμε ‘Veronica Mars’», όπως έγραψε κι ο Άντι Γκρίνγουωλντ. Μιλάμε για κάτι άλλο.
Τον Απρίλιο του 1990 στο ABC ξεκίνησε να προβάλλεται μια σειρά μυστηρίου και φαντασίας από τον Ντέιβιντ Λιντς και τον Μαρκ Φροστ που δεν έμοιαζε με τίποτα που να είχε προηγηθεί. Γνωστό το παραμύθι. Λιγότερο από 2 χρόνια μετά, η σειρά κόπηκε, αλλά το άμεσο, βίαιο level-up στο οποίο υποχρέωσε την τηλεόραση είχε σαν αποτέλεσμα μια επίδραση διαρκείας. Πήρε χρόνια, πήρε δεκαετίες, ώστε το μέσο να είναι αληθινά έτοιμο για το «Twin Peaks».
Όταν έκανε πρεμιέρα, ήταν κάτι το -απλά- εξωπραγματικό. Μιλάμε για μια τηλεόραση πριν καν τα «X-Files». Κανείς δεν ήξερε από πού του ήρθε το «Twin Peaks», πόσο μάλλον αν μιλάμε περί πλήρους κατανόησης του όλου επιτεύγματος. Όσο απίστευτη είναι, δεδομένων των συνθηκών, η τεράστια αρχική επιτυχία της σειράς (κοντά 35 εκατομμύρια θεατές στην πρεμιέρα), άλλο τόσο φυσιολογική είναι λοιπόν η σύντομη, γοργή πτωτική πορεία. (Έναν Απρίλιο αργότερα, η θεαματικότητα έφτανε στα 7 εκατομμύρια).
Το «Twin Peaks», αυτή η ανωμαλία της φύσης, ήρθε φαινομενικά από το πουθενά, άφησε τους πάντες να απορούν τι τους χτύπησε. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ας αναφέρομαι μερικές άλλες σειρές που έκαναν πρεμιέρα το 1990. Τις επιτυχημένες τουλάχιστον. Ώστε να καταλάβουμε τι πράγματα προσπαθούσε να πετύχει η τηλεόραση ως μέσο το 1990.
«Law & Order». «The Bradys». «Northern Exposure». «Beverly Hills, 90210». «In Living Color». «The Flash». «Parker Lewis Can’t Lose». «The Fresh Prince of Bel-Air».
Αυτές οι σειρές είναι η τάξη του 1990. Αυτές ήταν οι τάσεις, αυτά ήταν τα πράγματα που επιχειρούσε η τηλεοπτική κουλτούρα να δημιουργήσει και να αναπαράγει τότε. Αυτή ήταν η τηλεόραση τότε.
Αυτά τα πράγματα, καλά ή κακά ή συμπαθή ή μέτρια, αν ψάχνουμε τόση ώρα μια φράση που να τα χαρακτηρίζει και να τα συνδέει όλα, ναι, αυτή είναι: Παλιά τηλεόραση. Είναι παλιά τηλεόραση.
Δίχως πρόγονο, δίχως να προκύπτει από κάπου, σαν αστεροειδής που μας ήρθε δώρο από κάποια ανώτερη δύναμη που βαριόταν να περιμένει πότε θα κάνουμε μόνοι μας τα απαραίτητα εξελικτικά βήματα, το «Twin Peaks» ήρθε κι αυτό ως μέλος της τάξης του ‘90, και μας επέβαλε την εξέλιξη.
Φυσιολογικά, δεν άργησε να κοπεί. Όμως αυτό που έφερε μαζί του πέρασε στο DNA της δημιουργίας και ξεκίνησε μια διαδικασία ωρίμανσης. Σκεφτείτε λοιπόν τώρα, αν ο κόσμος τότε ήταν σα τον σημερινό και μπορούσαμε κάθε τι που υπήρξε κάποτε δημοφιλές να το νεκρανασταίνουμε σα ζόμπι όλη την ώρα, το «Twin Peaks» να επέστρεφε 5 χρόνια μετά. Ή 10 χρόνια μετά. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Λιντς, που στην πορεία της 2ης σεζόν παράτησε τη σειρά και γύρισε στο σινεμά, θα είχε κάτι αντάξιο αυτού του εξωφρενικού legacy να προσθέσει;
Όμως τώρα είναι 25 χρόνια και το «Twin Peaks» μπορεί όλοι να το λατρεύουν, αλλά κανείς δε ζήτησε περισσότερο.
Το πρόβλημα με τις επιστροφές είναι πως πρόκειται για ζήτημα περισσότερο δικού μας εγωισμού. Δεν αντιλαμβανόμαστε κάτι ως τέχνη, παρά ως δικό μας παιχνίδι. Στην ανασκόπηση του 2013, γράφαμε για το πώς το Netflix, ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της περσινής χρονιάς, ήταν σαν κάτι το οποίο όλοι μας, συλλογικά, φέραμε στη ζωή. Αν δεν υπήρχε θα το είχαμε δημιουργήσει. Ήταν η απάντηση στην συγχρονη ανάγκη μας να έχουμε κάθε επιθυμία διασκέδασής μας ικανοποιημένη άμεσα. Ήταν το τζίνι της zeitgeist απαίτησής μας.
Να το πω αλλιώς. Το «Arrested Development» το κοιτάζαμε ως ένα κομμάτι της προσωπικής μας διασκέδασης που κάποιος το πήρε μακριά και θέλαμε να τον βρούμε και να του πούμε «σήκω φύγε, ΡΕ, που θα μου πάρεις το παιχνίδι μου, με ρώτησες;». Και τον βρήκαμε, και του το είπαμε, κι έτσι είχαμε κι άλλο «Arrested Development». Το πρόβλημα του όλου σεναρίου είναι πως ποτέ στη διάρκεια της διαδικασίας δεν σκεφτήκαμε το «Arrested Development» ως τέχνη. Δε θα ζήταγε κανείς από τον Πικάσο να ζωγραφίσει λίγη περισσότερη Γκουέρνικα. «Αααα, τέλεια αυτή η εικόνα! Αλλά τι να βρίσκεται άραγε λίγο πιο έξω από το κάδρο; Χμμμ, ποια να είναι άραγε η αληθινή ιστορία πίσω από το ανθρώπινο κρανίο πάνω στο πτώμα του αλόγου; ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΙΣ ΠΕΙ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.»
Το «Twin Peaks», αντιθέτως, το αντιλαμβανόμαστε ως τέχνη, ως Τέχνη τελοσπάντων, με “τ” κεφαλαίο. Τόσο επειδή είχε την τύχη να είναι αρκετά παλιό ώστε να γλιτώσει από τη λαίλαπα του κακομαθημένου μας pop culture ‘εγώ’ των 2000s, όσο κι επειδή μπορούμε να δούμε την επίδρασή του σε ό,τι λατρεύουμε σήμερα. Είναι τόσο μεγάλος ογκόλιθος που μοιάζει πολύ μεγάλο ώστε να το αγγίξουμε με απαιτήσεις. Είναι ένας τηλεοπτικός Πικάσο. Δε θα ζητούσες ποτέ από τον Πικάσο να συνεχίσει μια ζωγραφιά του. Δε θα ζητούσες ποτέ από τον Λιντς να συνεχίσει τη δικιά του. Μοιάζει εξωφρενικό, μοιάζει λάθος, έτσι δεν είναι; Είναι το «Twin Peaks»! Τι είναι;Καμιά σειρά;
Γι’αυτό και η επιστροφή του είναι κάτι το μοναδικό, κάτι το μεγαλειώδες.
Οι ίδιοι οι Λιντς και Φροστ το θέλησαν. Οι ίδιοι θα το γράψουν. Ο Λιντς θα το σκηνοθετήσει, με το στάτους του πλέον αδιαμφισβήτητο ως Ένας Από Τους Διαχρονικά Μεγάλους.
Αν η σειρά έκανε πρεμιέρα σήμερα, όπως ακριβώς ήταν τότε, θα φαινόταν ως κάτι και πάλι ως περίεργο, μα την ίδια στιγμή και ενταγμένο στις τηλεοπτικές τάσεις της εποχής. Πολυεπίπεδη αφήγηση μακράς διαρκείας, μια κοινότητα που αναπτύσσεται παράλληλα με την εξερεύνηση των quirky χαρακτήρων της, ένα μεγάλο μυστήριο, μεταφυσικοί τόνοι, διακριτό οπτικό στυλ, διαρκή επίμονα ερωτήματα που γεννούν τη μία θεωρία μετά την άλλη.
Αντ’αυτού, όλα αυτά τα έκανε 25 χρόνια πριν. Στο τέλος της, η Λόρα εκστόμισε την πρόβλεψη-προφητεία πως «θα τα πούμε ξανά σε 25 χρόνια».
Είναι λες και ό,τι θεϊκό ήταν αυτό που έφερε αυτή την καλλιτεχνική έμπνευση σε έναν ανέτοιμο γι’αυτήν κόσμο, προφήτευσε την επιστροφή. Τη Δευτέρα Παρουσία. Σα να μας λέει ο Λιντς, «επιστρέφω για να δω τι κάνατε με όσα σας χάρισα». Και πόσο, μα πόσο συναρπαστικό, θα είναι το να γίνουμε μάρτυρες στα όσα μπορεί να πετύχει ετούτη τη φορά, 8 μάλιστα χρόνια μετά την τελευταία φορά που γύρισε κάποια ταινία; Αυτός ο συλλογικός κρότος που ακούστηκε τη στιγμή της ανακοίνωσης της επιστροφής, δεν ήταν «ω, γαμώ!», ήταν «ω! τι ζούμε».
Ο 3ος κύκλος του «Twin Peaks» μπορεί να αποδειχθεί μέτριος ή ακόμα και περιττός, όμως σημειολογικά και μόνο εξετάζοντάς το, είναι ένα μοναδικό είδος ιστορικής στιγμής. Επιστρέφει για να οριοθετήσει την ωρίμανση ενός ολόκληρου μέσου, από την ‘παλιά τηλεόραση’ του 1990 σε αυτό το γεμάτο επιλογές, καλλιτεχνικά προκλητικό πεδίο δημιουργίας που έχουμε στη διάθεσή μας εν έτει 2014.
Μας πήρε δεκαετίες, μα η τηλεόραση έφτασε στο σημείο να είναι έτοιμη να αντικρύσει στα μάτια τη σειρά που την έφερε ως εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου