Το κείμενο γράφτηκε υπό τους ήχους του soundtrack του Άντζελο Μπανταλαμέντι.
«She’s dead. Wrapped in plastic.»
Με αυτές τις λέξεις του Τζακ Νανς (στο ρόλο του Πιτ Μαρτέλ) μπήκε μπροστά η προσπάθεια λύσης ενός μυστηρίου που θα άλλαζε για πάντα τους κανόνες της τηλεοπτικής αφήγησης. Σε αυτή τη σκηνή απολύτως τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Ο Πιτ ανακαλύπτει όντως το πτώμα πίσω από τα βράχια, τυλιγμένο σε πλαστικό. Δίνουμε όμως σημασία στο βλέμμα της κάμερας, υπό την στιβαρή σκηνοθετική καθοδήγηση του Ντέιβιντ Λιντς, ο οποίος, σύμφωνα με κριτικές της εποχής, «έφερε την τηλεόραση όσο κοντά μπορεί να φτάσει στην τέχνη». Η κάμερα δεν βρίσκεται εκεί για να χιμήξει ανήθικα στο άψυχο κορμί, δεν είναι εκεί για να αντλήσει αξία μέσα από την πράξη βίας.
Αντί να μελετήσει το πτώμα, αντί να χαθεί στη φρίκη, η αφήγηση εξανθρωπίζει άμεσα το συμβάν. Ο Πιτ δεν ξετυλίγει το πλαστικό. Δεν κοιτάζει το πτώμα. Δεν μας εκθέτει, αυτός ή ο Λιντς, στη φρίκη του φόνου προτού δώσει στο θύμα ανθρώπινη υπόσταση. Ο Πιτ τηλεφωνεί στον σερίφη Τρούμαν (Μάικλ Όντκιν), εμφανώς σπασμένος ψυχολογικά από την ανακάλυψή του. «She’s dead», του λέει έτοιμος να λυγίσει. «Wrapped in plastic».
Όταν ο σερίφης με το προσωπικό του καταφθάνει στον τόπο του εγκλήματος για να μας αποκαλύψει το πρόσωπο του θύματος, οι δύο άντρες μοιάζουν καταρρακωμένοι όταν διαπιστώνουν πως το πτώμα ανήκει στην Λόρα Πάλμερ. Ο φωτογράφος της σκηνής του εγκλήματος, κλαίει. Αυτό χρησιμοποιείται ως τικ του χαρακτήρα όμως ταυτόχρονα η πρόθεσή είναι σαφής. Αυτό που βλέπουμε μετράει. Αυτό που βλέπουμε είναι δυσβάσταχτο.
Σε αυτό το σημείο δεν ξέρουμε ποια είναι η Λόρα. Όμως πριν δούμε τους CSI να δουλεύουν, πριν αρχίσουμε κυνικά να αναλύουμε γεγονότα και στοιχεία, παρακολουθούμε καθώς η μικρή κοινωνία της πόλης αρχίζει να συντρίβεται υπό το βάρος αυτής της απώλειας.
Αυτό λοιπόν είναι, με το καλημέρα κιόλας, που το «Twin Peaks» κάνει σωστά ως σειρά μυστηρίου, προτού δεκάδες άλλες σειρές μυστηρίου έρθουν να το κάνουν λάθος. Για την επόμενη μισή ώρα μεταφερόμαστε από σπίτι σε σπίτι, από εργοτάξια σε σχολεία, από τους δρόμους στα μαγαζιά, καθώς η μικρή κοινωνία (λίγο πάνω από 5,000 κάτοικοι) του Τουίν Πικς έρχεται αντιμέτωπη με το θάνατο της Λόρα Πάλμερ.
Σε ένα μικρό, μα απολύτως αποτελεσματικό τουρ περίπου μισής ώρας, ο οι Φροστ και Λιντς (που συν-δημιούργησαν τη σειρά και συνέγραψαν τον πιλότο) μας συστήνουν μια ιδιόμορφη, ζεστή, ονειρική κοινωνία ξεχωριστών αλλά και γνώριμων καθημερινών ηρώων.
Η ιδέα πάντα αυτή ήταν, σύμφωνα με τον Λιντς: Να εισηχθεί το στοιχείο αυτό του φόνου ως αφορμή γνωριμίας μας με την πόλη και σταδιακά να περάσει στο παρασκήνιο καθώς η σειρά αφοσιώνεται στις ζωές των κατοίκων. «Το “Blue Velvet” συναντά το “Peyton Place”», κατά τον Μαρκ Φροστ. Ήταν μια πρώιμη εφαρμογή της προσέγγισης των μυστηρίων όπου ένα ερώτημα (και αργότερα πολλά) μας ενδιαφέρει μόνο εφόσον προκύπτει ως συνάρτηση παραγόντων, ανθρώπων, συναισθημάτων, καταστάσεων, στους οποίους ήδη είμαστε αφοσιωμένοι.
Έτσι, πριν καν περάσουν στιγμές από την αποκάλυψη του παγωμένου, νεκρικά γαλάζιων αποχρώσεων(*) προσώπου της Λόρα Πάλμερ, γνωρίζουμε την μητέρα της, που μες στην ανησυχία ψάχνει να τη βρει. Ο πατέρας της, Λίλαντ (Ρέι Γουάιζ, από τους πλέον αναγνωρίσιμους του καστ βάσει μετέπειτα ρόλων), μαθαίνει τα νέα εν μέσω μιας εμπορικής συμφωνίας. Η κολλητή της, Ντόνα και ο κρυφός της έρωτας, Τζέιμς, το συνειδητοποιούν κοιτάζοντας την κενή της θέση στην τάξη.
(*Κάτι που η αντίθεση με τα διαρκή κόκκινα και καφέ που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Λιντς, κάνει ακόμα πιο αποτελεσματικά ανατριχιαστικό και παγερό. Όλη η σειρά αποπνέει μια αίσθηση ονειρικής ζεστασιάς. Η νεκρή Λόρα είναι το ξαφνικό σημείο που το όνειρο γίνεται εφιάλτης και σε ξυπνάει απότομα.)
Οι αντιδράσεις δεν κυμαίνονται όλες σε αυτό το μήκος κύματος, εξάλλου αυτό θα έκανε τον πιλότο μονότονο. Η Όντρεϊ Χορν (Σέριλιν Φεν) φαίνεται να διασκεδάζει αυτή τη μακάβρια εξέλιξη: Δε θυσιάζει τίποτα από το στυλ και το ύφος της, ούτε στο σχολείο ούτε αργότερα όταν καταστρέφει με παιχνιδιάρικη διάθεση μια εμπορική συμφωνία του πατέρα της, αποκαλύπτοντας το μυστικό για τον φόνο.
Ο Μπόμπι, ο φίλος της Λόρα, αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση σα να ήταν ένα μικρό δραματικό εμπόδιο. Τα νέα του θανάτου της δε τον αγγίζουν, ανησυχεί και γίνεται έξαλλος μόνο όταν υποπτεύεται πως είναι ύποπτος (και γι’αυτό ο Πράκτορας Κούπερ γρήγορα καταλαβαίνει πως δεν είχε σχέση με το έγκλημα), θυμώνει όταν καταλαβαίνει πως η Λόρα αγαπούσε κάποιον άλλον (παρατηρώντας την σε μια στιγμή αγνής ευτυχίας σε ένα βίντεο μαζί με τη Ντόνα και έναν άγνωστο βιντεολήπτη), παραμερίζοντας το γεγονός πως ο ίδιος διατηρεί παράνομη σχέση με τη Σέλι (Μάντχεν Άμικ), μια παντρεμένη σερβιτόρα.
Ναι. Το «Twin Peaks» καθόλου μα καθόλου δε ντρεπόταν να αποκαλυφθεί ως σαπουνόπερα πριν περάσει πολλή ώρα.
Ως ονειρική σαπουνόπερα για την ακρίβεια. Το μπαλαντζάρισμα των ειδών είναι θαυμαστό. Η μουσική του Μπανταλαμέντι παίζει τεράστιο ρόλο εδώ. Το ερωτικό theme του είναι υπόγεια θριαμβευτικό. Το theme της Λόρα Πάλμερ είναι επίμονα απόκοσμο, σαν κάτι που σε υποχρεώνει να αναζητήσεις με το βλέμμα σου κάτι ψηλά, στον ουρανό. Το theme τη στιγμή που μας συστήνεται ο Κούπερ, με τα δάχτυλα να φτιάχνουν τη δική τους μελωδία, είναι σχεδόν σκανταλιάρικο. Η μουσική των τίτλων αρχής είναι ένα ονειρώδες κέντημα. Ένα ατμοσφαιρικό έπος του οποίου η κάθε νότα νιώθεις πως είναι κι ένα ερωτηματικό.
Η μουσική είναι που συχνά κατευθύνει το ύφος ή έστω το υπογραμμίζει, κι ο Μπανταλαμέντι εδώ είναι λες και γεννήθηκε μες στο κεφάλι του Ντέιβιντ Λιντς, κάτι που τώρα που το έγραψα σαν φράση και το οπτικοποίησα μες στο μυαλό μου ομολογώ πως δε μου φαίνεται και εξωφρενικό ως πρόταση.
Η μουσική και η εικόνα σπάνια έχουν ταιριάξει ιδανικότερα. Ο Λιντς, σύμφωνα ακριβώς με τις προθέσεις του σεναρίου, αφήνει τον ρυθμό και το mood να πουν την ιστορία. Επιστρέφει σε πλάνα μέχρι να νιώσουμε πως είμαστε σπίτι. Εστιάζει σε χαρακτήρες με τρόπο που τους σκιαγραφεί πριν καν ανοίξουν το στόμα τους. (Η εισαγωγή της Τζόζι Πακάρντ της Τζόαν Τσεν είναι από τις αγαπημένες μου.) Και επιβάλλει τους υπνωτιστικούς ρυθμούς της αφήγησής του δίχως να μοιάζει επιτηδευμένο ή παράταιρο.
Και δίχως ακόμα να εισάγει πολλά σουρεαλιστικά ή εφιαλτικά στοιχεία, κοιτάζει τον κόσμο με τέτοιο τρόπο ώστε τίποτα να μη σου μοιάζει ξένο, ώστε τα πάντα να έχουν ήδη την αίσθηση ενός ονείρου.
Προσέξτε ας πούμε πώς σκηνοθετεί τη σκηνή όπου μαθαίνει ο Μπόμπι πως τον θέλει ο διευθυντής. 99 στα 100 δράματα θα είχαν φέρει την κάμερα κοντά στη δράση, αλλά εδώ την κρύβει στην γωνία του διαδρόμου και κοιτάζει τον διάλογο από μακριά, δίνοντάς του ακριβώς την όψη μιας ανάμνησης που προσπαθείς να φτάσεις μα δεν μπορείς, ακριβώς.
Ο πιλότος είναι γεμάτος τέτοιες στιγμές ονείρου-στον-ξύπνιο μας.
Για να μη μιλήσουμε φυσικά (τουλάχιστον όχι αναλυτικά, όχι ακόμα) για το πόσο αβίαστα ο Λιντς τα μετατράπει όλα σε ανατριχιαστικό εφιάλτη, όπως στο cliffhanger του επεισοδίου, με την Σάρα Πάλμερ να ξυπνά ουρλιάζοντας καθώς ένα μανιώδες τρέξιμο στο σκοτάδι έχει ως αποτέλεσμα να ξεθαφτεί το μενταγιόν του Τζέιμς.
(Στα ουρλιαχτά της Σάρα παρατηρούμε και μια φοβερή λεπτομέρεια: Πάνω δεξιά φαίνεται ο αντικατοπτρισμός ενός άντρα, του υπεύθυνου διακόσμησης του σετ, Φρανκ Σίλβα. Η εικόνα άρεσε τόσο στον Λιντς που όχι μόνο της κράτησε, αλλά έβαλε τον Σίλβα να παίξει το ρόλο του πνεύματος Μπομπ στη συνέχεια της σειράς- κι όλα επειδή απλώς έτυχε να μην προσέχει την ώρα του γυρίσματος να μείνει εκτός κάδρου. Ένας αληθινός θρίαμβος του «making it up as we go along».)
Το κλειδί σε όλα αυτά, και πάλι, είναι η έγνοια. Όπως ο θάνατος της Λόρα στέλνει κύματα ηλεκτροσόκ στη μικρή, κλειστή, ιδιαίτερη αυτή κοινωνία, κάνοντάς μας να νοιαστούμε και για εκείνη, τη μυστηριώδη 17χρονη που πέθανε υπό αδιευκρίνηστες συνθήκες πριν βρεθεί καλυμμένη με πλαστικό, έτσι και ο Λιντς με τον Φροστ γράφουν το δράμα αυτών των χαρακτήρων με απόλυτη έγνοια και μηδενική ειρωνία.
Το σενάριο είναι πλούσιο σε χιούμορ και δεν αποφεύγει ποτέ μια ευκαιρία για να παιχνίδι (συχνά με τη βοήθεια της μουσικής του Άντζελο Μπανταλαμέντι που υποδεικνύει τις απότομες αλλαγές τόνου) όμως οι Λιντς και Φροστ είναι απόλυτα σοβαροί ως προς τις προθέσεις τους απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και σε αυτή την πόλη. Δε σκοπεύουν να σπάσουν πλάκα ή να λοιδωρήσουν.
Ο Φροστ έχει θεωρητικά αναλάβει το βάρος του γραψίματος των πιο εκφραστικών χαρακτήρων, κάνοντας τέλεια δουλειά, τίποτα δε μοιάζει φλύαρο. Ο Λιντς είναι όμως που κάνει τη διαφορά γράφοντας τον Πράκτορα Κούπερ. Ναι, δεν τον είχαμε αναφέρει ως τώρα.
Περνάνε 36’ τηλεοπτικού χρόνου πριν ο πρωταγωνιστής εμφανιστεί στη σειρά. Οι Φροστ και Λιντς έχουν πρωτίστως βεβαιωθεί πως έχουμε ήδη βυθιστεί στο δράμα του Τουίν Πικς πριν μας υπενθυμίσουν βιαίως (μέσω της εμφάνισης μιας άλλης βασανισμένης κοπέλας που τη γλίτωσε πριν δολοφονηθεί) πως είμαστε εδώ για να λύσουμε ένα έγκλημα.
«Αγαπητή Νταϊάν», εδώ μπαίνει στο παιχνίδι ο Ντέιλ Κούπερ του Κάιλ Μακλάχλαν, ένας από τους πιο απολαυστικά πολύχρωμους και περίεργους χαρακτήρες στην ιστορία της τηλεόρασης. Δεν τον λες straight man, δεν τον λες κωμικό περιτύλιγμα, δεν τον λες αστείο, δεν τον λες σοβαρό. Είναι μια μοναδική περίπτωση χαρακτήρα, γραμμένου, παιγμένου και καδραρισμένου την ίδια στιγμή ως καρτούν αλλά και ως διάβολος.
Η εισαγωγή του δίνει επιπλέον δυνατότητες στους σεναριογράφους να μας συστήσουν τους πάντες στη σειρά. Το σύμπαν του Τουίν Πικς ύστερα από αυτή τη μιάμιση εισαγωγική ώρα φαντάζει άπειρο. Αν ο στόχος ήταν να μπορούμε να περάσουμε ένα ολόκληρο επεισόδιο με τον κάθε έναν από αυτούς τους χαρακτήρες δίχως καν να σκεφτούμε τη Λόρα Πάλμερ, τότε ο πιλότος φτάνει πολύ κοντά στο να το πετύχει.
Όχι πως αγνοεί το μυστήριο κιόλας. Μέχρι να περάσει αυτή τη πρώτη μιάμιση ώρα, ο Κούπερ έχει ήδη μιλήσει με φίλους της Λόρα, έχει αποκλείσει προφανείς υπόπτους, έχει πλησιάσει καινούριους. Και έχει βρει στοιχεία. Το χαρτάκι «R» κάτω από το νύχι της Λόρα. (Τι σημαίνει αυτό;) Το σημείωμα «Fire walk with me» γραμμένο με αίμα. (Τι σημαίνει αυτό;;) Το μενταγιόν με τη μισή καρδιά. (Τι σημαίνει αυτό;;; Α όχι, αυτό ξέρουμε τι είναι, άκυρο.)
Όμως το σημαντικό είναι πως είμαστε ήδη έτοιμοι για περισσότερα.
Για το παράνομο ρομάντσο της Ντόνα με τον Τζέιμς, ο οποίος είναι ο χειρότερος ηθοποιός του κόσμου.
Για την Νόρμα της αιώνιας -κατευθείαν βγαλμένης από παλιό σινεμά- γοητείας της Πέγκι Λίπτον και του τίμιου Εντ που τη θέλει παρότι εκείνη είναι παντρεμένη με έναν φυλακισμένο.
Για την Σέρι με τον απειλητικό άντρα που διατηρεί δεσμό με τον Μπόμπι.
Για τον Λίλαντ και την Σάρα Πάλμερ, και την Γκρέις Ζαμπρίσκι που δίνει τις πιο καθηλωτικές ερμηνευτικές στιγμές του πιλότου.
Για τον σερίφη Τρούμαν και το κρυφό ρομάντζο του (δεν ξέρω αν παρατηρείτε κάποιο μοτίβο) με τον Τζόζι.
Για την Κάθριν Μαρτέλ της Πάιπερ Λόρι, για την οποία κάθε Πλούσια Κακιά Με Τουπέ από σαπουνόπερα του Άαρον Σπέλινγκ θα ήταν περήφανη.
Και φυσικά, πάνω απ’όλα, για τον Πράκτορα Κούπερ. Που ήρθε σε αυτή την παράξενη, μυθική πόλη του κρύου αμερικάνικου βορρά με διάθεση και με παιχνιδιάρικο αέρα, ρωτώντας τι είναι αυτά τα φανταστικά δέντρα που τον καθήλωσαν στην διαδρομή και ζητώντας όχι κάτι, μα απλώς τα βασικά, ένα κρεβάτι, ένα τηλέφωνο, μια τηλεόραση για τις νύχτες που θα γυρνούσε νωρίς. Για τον Κούπερ το Τουίν Πικς έμοιαζε κατευθείαν σαν να ήταν περιέργως το σπίτι του από πάντα, και το ίδιο και για εμάς.
Οι χαρακτήρες μα κυρίως η ίδια η πόλη, το σκηνικό-ως-χαρακτήρας σε μια από τις απολυτότερες εκφράσεις του, θα μας αφορούσαν πάντοτε, ακόμα κι αν η όμορφη, άτυχη, νέα Λόρα Πάλμερ δεν κατέληγε ποτέ τυλιγμένη σε πλαστικό.
Σημειώσεις:
*Σύντομα αυτή τη βδομάδα γιατί είχαμε πολλή εισαγωγή λογω πιλότου.
*Άλλη μια περίπτωση αυτοσχεδιασμού που ο Λιντς μετέτρεψε σε κάτι εξαιρετικό και εναρμοσνισμένο με το ύφος της σκηνοθεσίας του: Η λάμπα στη σκηνή του ιατροδικαστή πράγματι τρεμόπαιζε. Ο Λιντς δε τους άφησε να τη διορθώσουν, παρά θεώρησε πως ήταν κάτι το τέλειο για τη σκηνή.
*Αυτός ο διάλογος είναι τα πάντα:
*Το επεισόδιο προτάθηκε για 6 βραβεία Έμμυ, κέρδισε τα 2 (για Κουστούμια και Μοντάζ).
*O αβίαστος τρόπος με τον οποίον δημιουργούνται αξιομνημόνευτοι β' χαρακτήρες χωρίς να χρειάζεται να εμφανιστούν πάνω από 15" στην κάμερα:
*Τυχαία λατρεμένα μου πράγματα που σκέφτηκα σε διάφορες στιγμές παρακολούθησης του πιλότου πως δεν θα είχαν υπάρξει χωρίς το «Twin Peaks», τα οποία δεν είχα αναφέρει στοσχετικό κείμενο του αφιερώματος: «Gilmore Girls». «Veronica Mars». «Upstream Color». Είναι τρομερό. Πραγματικά δεν είναι δυνατόν να τονιστεί αρκετά το πόσο πολύ το «Twin Peaks» άλλαξε τα πάντα.
*Μου άρεσε πολύ μια από τις πολλές στιγμές του Κούπερ με τον Τρούμαν στον πιλότο, όπου ο πράκτορας του FBI εξηγεί στον σερίφη γιατί κάθεται και σκαλίζει το ξύλο. «Γιατί είμαι σε μια πόλη όπου το πορτοκαλί σημαίνει κόψε ταχύτητα αντί για πάτα γκάζι»: Από τις τελειότερες περιγραφές της αποσυμπίεσης μιας επαρχιακής πόλης που το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργήσει άγχος στον άνθρωπο της μητρόπολης. Την ίδια στιγμή τέλεια και ως περιγραφή του Τουίν Πικς, όσο και του Ντέιλ Κούπερ ως ανθρώπου.
Στοιχεία:
- Τίτλος: «Pilot»
- Σενάριο: Μαρκ Φροστ & Ντέιβιντ Λιντς
- Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς
- Πρεμιέρα: 8 Απριλιου 1990
- Θεαματικότητα: 34.6 εκατομμύρια (!!!)