12 Days of Whedon #01, ‘The Cabin in the Woods’: Ο Whedon και το genre

Για 12 μέρες, από τις 15 Απριλίου και την κυκλοφορία του Cabin in the Woods μέχρι τις 26 Απριλίου και την κυκλοφορία των Avengers, το blog θα γιορτάζει τη διπλή εμφάνιση στις ελληνικές αίθουσες, του ανθρώπου χάρη στον οποίον υπάρχει. 12 μέρες, 12 κείμενα, με αφορμή κάποιο διαφορετικό έργο ή επεισόδιο ή χαρακτήρα που λατρεύω από την σύνολο του έργου του Joss Whedon. (Πιθανά spoilers για τα πάντα.)


~~~


You think you know the story: Ο Joss Whedon και ο Drew Goddard (κάτι σαν μαθητευόμενος που σύντομα έφυγε κάτω από τη φτερούγα του Master για να επιστρέψει ξανά ως περίπου ίσος προς ίσο) έκατσαν και σκέφτηκαν μια ιστορία τρόμου που σαν κύριο στόχο δε θα είχε το να είναι ακριβώς τρομακτική, όσο να λειτουργεί ως αποδόμηση του είδους. Ενός είδους που τόσο αγαπούν (κι αυτοί, κι εγώ, και πιθανότατα όποιος έχει φτάσει εδώ και διαβάζει αυτό το κείμενο) αλλά τα τελευταία χρόνια βρίσκουν όλο και περισσότερους λόγους για να μην. Η ταινία που προέκυψε, ένα πανύξυπνο μείγμα τρόμου, χιούμορ και ανάλυσης, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς σε όλο τον κόσμο ως, και παραφράζω τώρα κάπως, “γαμώ τις ταινίες που θα τη συζητάμε για πάντα”.

Τώρα, όλο αυτό ακούγεται εκτός από θρασύ, και κάπως αποσταιοποιημένα εξυπνακίστικο. Οπότε ας το ξεκαθαρίσουμε: Ναι, είναι θρασύτατο. Αλλά όχι, δεν είναι αποστασιοποιημένα εξυπνακίστικο.

Πχ, σε αντίθεση με το ‘Scream’ (που είναι η λογική άμεση σύγκριση), ο στόχος αυτής της ταινίας δεν είναι να δείχνει και να σχολιάζει αυτάρεσκα τους μηχανισμούς ενός genre. Αντιθέτως, βουτάει βαθιά σε αυτό, και αναζητά να βρει για ποιους λόγους οι συμβάσεις αυτές υπάρχουν, τι τις διατηρεί ανέγγιχτες, τι τις κάνει τόσο αγαπητές, και γιατί εν τέλει έχουν ξεπεραστεί όχι στο πλαίσιο του είδους, αλλά ως είδος συγκεντρωτικά.



Για παράδειγμα υπάρχει η συγκλονιστική στιγμή όπου η τελευταία της παρέας, η ‘παρθένα’, δίνει μάχη για τη ζωή της, τη στιγμή που στο κέντρο ελέγχου έχει στηθεί πάρτι και τις κραυγές της καλύπτουν κάτι λάτιν παρτοτράγουδα. Η σκηνή δεν είναι εκεί για να σου κλείσει το μάτι και να γελάσουμε όλοι μαζί με την καημένη για την οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται. Δηλαδή ΟΚ ναι, είναι αστεία, και υποθέτω ότι όντως σου κλείνει το μάτι σα σκηνή, όμως επιτυγχάνει κάτι επιπλέον, πολύ πιο ουσιαστικό: Σου εξηγεί πως η συντήρηση αυτών των απολιθωμένων συμβάσεων καταστρέφει την αγάπη για το σινεμά. Φτάνουμε να έχουμε συγκεκριμένη απαίτηση από αυτές τις ταινίες, και μόλις εκπληρωθεί, αποστρέφουμε το βλέμμα, γιατί πλέον δε μας ενδιαφέρει. Πήραμε αυτό που θέλαμε το είδος. Και είμαστε έτσι ένα ακόμα μικρό βηματάκι κοντά στην αδιαφορία απέναντι του.

Εδώ επιστρέφουμε για μια ακόμα φορά στην μνημειώδη ατάκα του Whedon, περί του πώς θέλει να δίνει στο κοινό όχι αυτό που θέλει, αλλά αυτό που έχει ανάγκη. Είναι μια δήλωση, όπως και αυτή η ταινία, θρασύτατη - πού ξέρεις εσύ τι έχει ανάγκη το κοινό; Είναι όμως και μια δήλωση που κρύβει πίσω της διάθεση για πράγματα που δεν είναι ποτέ αδιάφορα. Σα να λέει πως ο στόχος του ως δημιουργός, δεν είναι να ανακυκλώνει διαρκώς τα ίδια μοτίβα (αυτά που αναγνωρίζεις, αυτά που περιμένεις, αυτά που ζητάς) αλλά να τα ανατρέπει.

Αυτό κάνει διαρκώς στην καριέρα του εξάλλου, ή έστω προσπαθεί. Η Buffy δεν ήταν αυτό που περίμενες να είναι, από την πρώτη σκηνή μέχρι, αναμφίβολα, την τελευταία. Το Angel ήταν μια σειρά που σε κάθε σεζόν επανεφεύρισκε τον εαυτό του. (Ίσως όχι πάντα για καλό, και σίγουρα εκεί κρύβεται και μια αναζήτηση ταυτότητας, όμως παραμένει σαν γεγονός ότι η σειρά ποτέ δεν βολεύτηκε σε μια κουρασμένη φόρμα.) Το Firefly πήρε δύο είδη, τα ένωσε, και τα ανανέωσε και τα δύο. Το Dr. Horrible ήταν μια θριαμβευτική ανατροπή σε κάθε πιθανό επίπεδο - ένα 40λεπτο που γύρισε τούμπα ό,τι περιμέναμε, σε επίπεδο περιεχομένου (το υπερηρωικό origin story απ’την ανάποδη) όσο και φόρμας (το web series εν προκειμένω). Το Dollhouse προσπάθησε να προκαλέσει πολλά πράγματα, μπόρεσε κάτι σαν το ¼ ίσως, αλλά και πάλι καλά τα κατάφερε.


Το ‘Cabin in the Woods’ δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μια απλή ταινία τρόμου λοιπόν. Ίσως για την ακρίβεια να μην είναι καν ταινία τρόμου. (Γενικώς, αν εξαιρέσεις το ‘Hush’, τα ‘River Tam Sessions’ και 3-4 ακόμα επεισόδια διάσπαρτα στη φιλμογραφία του Whedon, ο αγνός τρόμος είναι αυτό το πράγμα που μάλλον έχει καταφέρει λιγότερο από όλα τα είδη που τον ενδιαφέρουν.) Είναι όμως το αποτέλεσμα δουλειάς δύο πανέξυπνων μελετητών.

Και αστείων επίσης. Την είχα βρει ξεκαρδιστική σε σημεία την ταινία, όπου όμως το κάθε γέλιο κατάφερνε και το συνέδεε με μια μικρή νηφάλια στιγμή: Κάθε γέλιο ισοδυναμεί και με μια μικρή αποτυχία του είδους.

Αν όμως οι σκηνές του ‘πίσω’ επιπέδου αφήγησης είναι στα ⅔ της ταινίας σκαρκαστικές, σατιρικές, αστείες (και κάτω από όλα αυτά, βαθύτατα λυπηρές), στο τελευταίο act όλα έρχονται τούμπα. Όχι ότι δεν το περιμέναμε πια. Η αποστασιοποίηση και η αδιαφορία, που παραπάνω ορκιζόμουν πως δεν υφίσταται σε αυτή την ταινία, εδώ τιμωρείται - και πρόσεξε, είναι αυτό ακριβώς που τιμωρείται και όχι το τυχαίο συνταίριασμα με κάποιους κανόνες που κάπως, κάποτε ορίστηκαν χωρίς κανείς να ξέρεις γιατί και πώς. Όταν ο χαρακτήρας του Bradley Whitford (που, btw, κλέβει με άνεση την ταινία όντας ΘΕΟΣ με το WhedonSpeak) θα βρει βίαιο θάνατο στα νύχια του πλάσματος που ως τότε προσκαλούσε, πρόκειται για κάτι περισσότερο από απλή δραματική ειρωνία σε χιουμοριστικό context.

Η 3η πράξη της ταινίας τουμπάρει γενικά όλο το σκηνικό που χτίζεται στις 2 πρώτες. Η ευρύτερη σκοπιά είχε υπονοηθεί σε φευγαλέα πλάνα (όπως το ξεκαρδιστικό mini-spoof του J-Horror, που υποθέτει κανείς πως τραβάει κι εκείνο τα δικά του ζόρια - αυτοί και οι Αμερικάνοι έχουν μείνει εξάλλου, όχι τυχαία), όμως στο τέλος παίρνει πρώτη θέση στο θέαμα. Η κορύφωση με τον δεκάλεπτο, αιματηρό πανζουρλισμό στους διαδρόμους, καθώς κάθε πιθανός horror εφιάλτης αποδρά ταυτοχρόνως, είναι τουλάχιστον σεκάνς ανθολογίας.

Γι’αυτό και είναι τόσο ιδιοφυές το στήσιμο του όλου σκηνικού, με την καλύβα-γρίφο και με το ‘Truman Show’-esque κέντρο ελέγχου. Δίνει χώρο για έναν μετα-σχολιασμό πανίσχυρο, σχετικά με το ρόλο μας σε αυτό το αιώνιο παιχνίδι άνευρης επανάληψης και άμυαλης ικανοποίησης κάποιων αόριστων, αρχέγονων ενστίκτων. Αυτό εκφράζεται ιδανικά μέσω του τελικού twist, με την Sigourney Weaver που πετάγεται από το πουθενά για να εξηγήσει τους κανόνες, σε μια μάλλον clunky εξέλιξη που όμως γνωρίζει ότι είναι τέτοια και γι’αυτό δεν μας πειράζει. Εξάλλου δεν είναι καν το point.

Ο στόχος του τρίτου act της ταινίας δεν είναι να δώσει ένα αληθινό, ρεαλιστικό φινάλε, αλλά να απογειώσει τη συμβολική διάσταση του φιλμ. Οι δύο ήρωες που έχουν απομείνει, ρουφάνε μια τελευταία τζούρα, αρνούνται να διαιωνίσουν περισσότερο την παθογένεια του genre, και περιμένουν με ψυχραιμία να τους βρει το τέλος του κόσμου. Είναι έτοιμοι για κάτι καινούριο.


~~~

Επόμενο: 'Once More, with Feeling'
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου